Λίμναι

Λίμναι
I
Ιερή περιοχή της Αθήνας κατά την αρχαιότητα. Βρισκόταν Ν της Ακρόπολης, όπου υπήρχε και ναός του Διονύσου. Κάθε χρόνο, στις 12 του Ανθεστηριώνος μηνός, το ιερό άνοιγε και οι Αθηναίοι προσέφεραν γλεύκος (μούστο) στον Λιμναίο Διόνυσο. Ακολουθούσε γιορτή και ιερές τελετές. Οι Λ. βρίσκονταν ίσως στον περίβολο της Ακρόπολης, ο οποίος ήρθε στο φως με τις αρχαιολογικές ανασκαφές.
II
Ονομασία δύο αρχαίων πόλεων.
1. Πόλη της Θρακικής χερσονήσου, στη δυτική άκρη της. Ιδρύθηκε από Μιλήσιους και οι κάτοικοί της ονομάστηκαν «Λιμναίοι εν Χερσονήσω».
2. Πόλη στα σύνορα Μεσσηνίας και Λακωνίας. Στις Λ. υπήρχε και ιερό της Αρτέμιδος Λιμνάτιδος, που ανήκε και στους δύο λαούς και αυτό στάθηκε αφορμή για διαρκείς φιλονικίες. Κατά τη διάρκεια μιας γιορτής, οι Μεσσήνιοι παρενόχλησαν Λακεδαιμόνιες παρθένες, γεγονός που είχε ως συνέπεια την έναρξη του Α’ Μεσσηνιακού πολέμου, ο οποίος έληξε με την ήττα των πρώτων. Οι Λακεδαιμόνιοι διατήρησαν υπό την κατοχή τους τις Λ. για εκατό χρόνια, αλλά οι προστριβές για την περιοχή συνεχίστηκαν. Μετά τη μάχη της Χαιρώνειας, ο Φίλιππος της Μακεδονίας ανέλαβε τη διευθέτηση του ζητήματος και παρέδωσε την πόλη στους Μεσσήνιους. Ο Κλεομένης Γ’ παραβίασε τη συνθήκη, αλλά το 222-221 π.Χ. την ανέκτησαν οι Μεσσήνιοι, με τον Αντίγονο, ενώ το 44 π.Χ. ο Καίσαρας και ο Αντώνιος απέδωσαν οριστικά την πόλη στους τελευταίους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Λίμναι — fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λίμναι — λίμνη pool of standing water fem nom/voc pl λίμνᾱͅ , λίμνη pool of standing water fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιμναία — λιμναί̱ᾱ , λιμναῖος of fem nom/voc/acc dual λιμναί̱ᾱ , λιμναῖος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιμναίας — λιμναί̱ᾱς , λιμναῖος of fem acc pl λιμναί̱ᾱς , λιμναῖος of fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λίμνᾳ — Λίμναι , Λίμναι fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ЛИМНЫ —    • Λίμναι,        1. город Мессении на границе Лаконии, в так называемом Дентальском округе. Насилие, совершенное здесь у храма Артемиды Лимнатидской мессенскими юношами над спартанскими девами, подало повод к 1 й Мессенской войне. На месте… …   Реальный словарь классических древностей

  • λιμναίαν — λιμναί̱ᾱν , λιμναῖος of fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιμναίης — λιμναί̱ης , λιμναῖος of fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιμναίους — λιμναί̱ους , λιμναῖος of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιμναίᾳ — λιμναί̱ᾱͅ , λιμναῖος of fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”